υπεραναλίσκω

υπεραναλίσκω
και ὑπερανηλίσκω Α
ξοδεύω περισσότερο από το κανονικό ή περισσότερο από όσο είχε προϋπολογιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀναλίσκω «καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερανήλωμα — ώματος, τὸ, Α [ὑπεραναλίσκω / ὑπερανηλίσκω] δαπάνη καθ υπέρβασιν …   Dictionary of Greek

  • υπερδαπανώ — άω, Α ὑπεραναλίσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δαπανῶ. Ο τ. αποτελεί διαφορετική ανάγνωση τής λ. ὑπερδάπανον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”